Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

The Artist [4.5/5]

Η πιο μαγική στιγμή στο «The Artist» είναι στην έναρξη, όταν η εικόνα στο πανί σβήνει, η μουσική σωπαίνει σιγά-σιγά και αυτό που μένει είναι αυτός ο, άγνωστος στο ευρύ κοινό, ηθοποιός να στέκεται καθώς ο θόρυβος του προβολέα ακούγεται στο παρασκήνιο. Είναι μια ονειρεμένη στιγμή, ύμνος στον κινηματογράφο.

Ως επί το πλείστον, σε μια σιωπηλή και μαυρόασπρη ταινία είναι δύσκολο να εξηγήσουμε τι είναι αυτό το τόσο εξαιρετικό στην πλοκή της που σε συναρπάζει, ενώ είναι περισσότερο το ύφος της ταινίας, που δικαιολογεί την υψηλή βαθμολογία. Η ταινία ιδιοποιείται όμορφα το λεξιλόγιο της σιωπηλής εποχής. Οι οπτικές ενδείξεις του φωτός και οι σκοτεινές σκιές είναι πολύ σημαντικές εδώ, διότι δεν υπάρχει ήχος να ενημερώσει την αφήγηση. Όταν ένα πλήθος χειροκροτεί άγρια σε μια σκηνή, δεν ακούμε τίποτα. Σε μια άλλη όταν ο πρωταγωνιστής σηκώνει τα χέρια στο κεφάλι του και κοιτάζει στον ουρανό για να ουρλιάξει, ο ήχος είναι εκκωφαντικός μέσα στη σιωπή. Στη θέση της οποίας, έχουμε μια πλούσια (ως επί το πλείστον) μουσική παντρεμένη με την πανέμορφη αντίθεση του ασπρόμαυρου φιλμ.

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Michel Hazanavicius αγαπά σαφώς τη γλώσσα του κινηματογράφου και με μια σειρά από σκηνές αναλαμβάνει να εξιστορήσει την ιστορίας αγάπης της ταινίας του. Καρέ προς καρέ είναι γεμάτα με μια αίσθηση κατάπληξης και όμως είναι εξαιρετικά απλά στην σύλληψη τους. Παρατηρήστε τον τρόπο που η δυσαρεστημένη νοικοκυρά (Penelope Ann Miller) μουντζουρώνει αφηρημένα το πρόσωπο στις φωτογραφίες του συζύγου της ή πώς η Missi Pyle μάς δίνει, ξεκαρδιστικά, να καταλάβουμε όλη τη σχέση με τον συμπρωταγωνιστή της με μια μόνο ματιά.

Ένα σιωπηλό ερωτικό γράμμα προς τις πρώτες ημέρες του κινηματογράφου, αυτό το αριστούργημα χρησιμοποιεί τον ήχο ή την έλλειψη αυτού με ευφάνταστους τρόπους και έχει την ακριβή εμφάνιση και αίσθηση μιας ταινίας γυρισμένης τη δεκαετία του 1920. Κρατάει, όμως, τα καλύτερα στοιχειά από τις πραγματικές ταινίες εκείνης της εποχής. Δεν λείπουν καρέ και οι κινήσεις των ηθοποιών είναι ρευστές, όχι νευρικές ή βιαστικές. Διάτιτλοι χρησιμοποιούνται, αλλά με φειδώ, επιτρέποντας στον θεατή να συνδεθεί με τους χαρακτήρες, μέσα από την ανάγνωση των χειλιών και τις χειρονομίες των ηθοποιών, οι οποίοι βασίζονται σε εκφράσεις του προσώπου και τη γλώσσα του σώματος για να δείξουν συναίσθημα, αλλά η εκτέλεση τους είναι συγκρατημένη αποφεύγοντας μελοδραματικά πρόσωπα όπως στις παραγωγές της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Αυτή είναι η σιωπηλή εποχή όπως την έχουμε φανταστεί τώρα. Ο Hazanavicius σκηνοθετεί χρησιμοποιώντας τη μορφή και, ναι, τα κλισέ της εποχής και φτιάχνει μια βαθιά, πολύ σύγχρονη ταινία για το πώς ο κινηματογράφος μάς μαγεύει και μας συγκινεί. Το «The Artist» είναι γοητευτικό από την αρχή μέχρι το τέλος, με τους Dujardin και Bejo να λάμπουν σε κάθε σκηνή.

Με το Ο Πατριώτης να είναι η τελευταία σιωπηλή ταινία που προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας το 1929, νομίζω ότι αυτό φέτος θα αλλάξει. Χρειάζεται κότσια για να κάνεις μια βουβή ταινία το 2011. Το γεγονός ότι είναι τόσο καλή, είναι απλώς ένα πρόσθετο όφελος. Ως κομμάτι ιστορίας, συλλαμβάνει έξοχα την περίοδο του ερχομού του ήχου, αλλά ως πλοκή μιλάει επίσης για το εγώ και τον μεταβατικό χαρακτήρα της φήμης. Με μια λέξη, είναι εντυπωσιακό και θυμίζει τα κλασσικά έργα όπως το Τραγουδώντας στη Βροχή, το Η Λεωφόρος της Δύσεως κ.α. Τολμώ να πω ότι κατατάσσεται δίπλα σε αυτά.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται