Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Les Miserables [4.5/5]

Το μυθιστόρημα «Οι Άθλιοι» του Γάλλου συγγραφέα Βίκτορα Ουγκώ αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Η σημαντικότητα του στην παγκόσμια λογοτεχνία είναι δεδομένη, ενώ χάρη στην οικουμενικότητα της ιστορίας το βιβλίο έχει γνωρίσει δεκάδες τηλεοπτικές, κινηματογραφικές και ραδιοφωνικές προσαρμόσεις. Είναι όμως η πρώτη (και δεν θα χρειαστεί δεύτερη κατ` εμέ) φορά που το μυθικό μιούζικαλ των Alain Boublil και Claude-Michel Schonberg του 1978 μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη. Φέρνοντας επανάσταση στο είδος του κινηματογραφικού μιούζικαλ, ο Tom Hooper μας παραδίδει μια πέρα για πέρα εξαιρετική ταινία. Επιτρέψτε μου, όμως, να εξηγήσω γιατί θεωρώ ότι το «Οι Άθλιοι» είναι μια τόσο σπουδαία ταινία…

Αρχής γενομένης, η σκηνοθεσία. Ως επί το πλείστον, η δυναμική ενός μιούζικαλ βρίσκεται και βρισκόταν πάντα στα τραγούδια κι όχι τόσο στην πλοκή. Και αυτό γιατί η μουσική έχει τη δύναμη να μας κάνει να αισθανθούμε συναισθήματα που προέρχονται από την ψυχή μας. Προκειμένου να αξιοποιήσει αυτή τη δύναμη στο μέγιστο, ο σκηνοθέτης Tom Hooper πήρε τη δημιουργική απόφαση να κινηματογραφήσει τους ηθοποιούς του καθώς παίζουν και τραγουδούν ζωντανά και όχι να ηχογραφήσει τις φωνές τους αργότερα στο στούντιο και να επικαλύψει τις σκηνές. Εκτός, λοιπόν, από μια-δυο μεγάλες σκηνές πλήθους, όλα τα υπόλοιπα γίνονται ζωντανά, σε στενά close-up και σε μία και μόνη λήψη. Ο σκοπός ήταν να αυξήσει την αποδοτικότητα της ερμηνείας των ηθοποιών και να μεταφέρει τα συναισθήματα πιο ειλικρινά, πιο δυναμικά, πιο αποτελεσματικά. Και πιστέψτε με, το πετυχαίνει στο εκατό τοις εκατό. Κάθε τραγούδι, κάθε μουσική, κάθε στίχος θα αυξήσει τα συναισθήματα σας σε ένα επίπεδο σχεδόν συντριπτικό. Διαθέτοντας τη σωστή κινηματογραφική ματιά, καταφέρνει να μας παραδώσει μια επικής κλίμακας ταινία κρατώντας ανέπαφη τόσο τη λογοτεχνική όσο και τη θεατρική ατμόσφαιρα της ιστορίας.

Όσο καλός κι αν είναι όμως ο Hooper στη σκηνοθεσία, αν δεν βρεις τους καταλλήλους να τραγουδήσουν κλασσικά κομμάτια όπως τα «I Dreamed a Dream», «On My Own» και «Empty Chairs at Empty Tables», τότε το παιχνίδι είναι χαμένο εξαρχής. Κάτι τέτοιο, ευτυχώς, δεν ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση αφού όλο το καστ, από κομπάρσους μέχρι βασικούς, είναι ένας κι ένας. Πρώτη και καλύτερη η Anne Hathaway. Αυτό που καταφέρνει η Hathaway σε ολόκληρη την ερμηνεία της, αλλά κυρίως στο αριστουργηματικό και μεγάλης εμπνεύσεως σόλο της, είναι κάτι που σου κόβει την ανάσα. Κάθε της κίνηση, κάθε της νεύμα μετράει, γιατί μέσα από όλο της το σώμα καταφέρνει και σου περνά ολόκληρο τον πόνο και την ιστορία της Fantine. Πραγματικά, δεν υπάρχουν αρκετά κοσμητικά επίθετα για να περιγράψουν την ερμηνεία της. Αξίζει όλα τα βραβεία και παραπάνω. Μια ιδίου μεγέθους ερμηνεία μας δίνει κι ο Hugh Jackman. Σε έναν ρόλο ζωής, ο Jackman χρησιμοποιήσει τα πάντα στο οπλοστάσιό του (τη φωνή του, τη σωματική δύναμη και διάπλαση του και το ερμηνευτικό του ταλέντο) προκειμένου να ενσαρκώσει τον Jean Valjean. Κουβαλώντας ολόκληρη την ταινία στην πλάτη του, είναι συναρπαστικός, παρέχοντας μας πολλές από τις συναισθηματικές στιγμές ολόκληρου του έργου. Θα φτάσω να πω δε ότι αυτό που κάνει και εκείνος (όπως η Hathaway) στο πρώτο του σόλο (Valjean`s Soliloquy), δεν μπορεί να περιγραφτεί με λόγια. Η ταινία τού ανήκει ολοκληρωτικά και σε έναν δίκαιο κόσμο, το Όσκαρ θα ήταν δικό του. Η τρίτη μνημειώδεις ερμηνεία μάς έρχεται με τη μορφή του Eddie Redmayne. Πέρα από την εξαίσια φωνή του, το πιο σημαντικό που καταφέρνει είναι ότι παρέχει μια βαθιά συναισθηματική, αγορίστικη κι αθώα γοητεία στον ρόλο του Marius Pontmercy, που σου σπαράζει την καρδιά. Σπαρακτική ερμηνεία μας δίνει όμως και η Samantha Barks. Σαν Eponine, θα σας καταπλήξει τόσο με τη σωματική όσο και με τη φωνητική απόδοση της. Ως επιθεωρητής Javert, ο Russell Crowe (ο τελευταίος άνθρωπος που θα περίμενα να δω σε μιούζικαλ) εκπλήσσει διαθέτοντας μια σταθερή, ανέκφραστη φωνή, κατάλληλη για τον πειθαρχημένο χαρακτήρα του. Εξίσου καλοί και άξιοι είναι οι Amanda Seyfried, Aaron Tveit, Daniel Huttlestone στους ρόλους της Cosette, του Enjolras και του Gavroche. Και τέλος, καλοδεχούμενη κωμική ανακούφιση μας παρέχεται από τους Thenardier, παιγμένους στην εντέλεια από τους Sacha Baron Cohen και Helena Bonham Carter.

Τελευταίος παράγοντας, μετά τη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες, που κάνει την ταινία να είναι τόσο καλή, είναι ότι μιλάμε για ένα υπερθέαμα. Μετρώντας ήδη τέσσερις τεχνικές (κοστούμια, καλλιτεχνική διεύθυνση, μακιγιάζ, ήχος) υποψηφιότητες στα Όσκαρ το επίπεδο της παραγωγής «βγάζει μάτι» με την τελειότητά του. Ανοίγοντας με μια οπτικά εκθαμβωτική πρώτη σεκάνς και κλείνοντας με μια ακόμα πιο απίστευτη από άποψη σκηνογραφίας σκηνή, το έργο παραμένει υποδειγματικά προσεγμένο σε ολόκληρη τη διάρκεια του, παρέχοντας στο κοινό μια αξέχαστη κινηματογραφική εμπειρία. Ειλικρινά, θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο δοκίμιο τού γιατί αξίζει κανείς να δει τη συγκεκριμένη ταινία. Θα κλείσω όμως με το έξης: το «Οι Άθλιοι» είναι η επιτομή του μιούζικαλ, μιας και δεν περιλαμβάνει καθόλου διαλόγους. Μην το φοβηθείτε, όμως, μπείτε μέσα στην αίθουσα, χαλαρώστε και αφήστε την ταινία του βραβευμένου με Όσκαρ Tom Hooper, να σας μαγέψει, να σας ταξιδέψει και να σας αφυπνίσει. Η συγκεκριμένη ιστορία αντέχει στο χρόνο επειδή τα μηνύματα της τρέφουν τις βαθιά ανθρώπινες ανάγκες μας. Αυτή η ταινία θα αντέξει στον χρόνο, γιατί γαλουχεί τα μηνύματα αυτά. Μαζί με το Η Ζωή του Πι, ίσως οι καλύτερες ταινίες της χρονιάς.

Σχόλια

  1. Θα συμφωνήσω μαζί σου. Πολύ ωραία ανάρτηση. Είναι μία εξαιρετική ταινία, με την Anne Hathaway να ξεχωρίζει ιδιαίτερα.:)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται