Το 1897, δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημα του Bram Stoker, «Δράκουλας». Το 1922, κυκλοφόρησε η πρώτη ταινία που παρουσίαζε τον διάσημο βρικόλακα με τον τίτλο «Νοσφεράτου, μια Συμφωνία Τρόμου». Από τότε ο ήρωας δεν έχει πεθάνει: σίκουελ, ριμέικ, επανεκδόσεις, έχουν μετατρέψει τον κόμη σε βασικό προϊόν της χολιγουντιανής και μη παραγωγής. Φέτος, έρχεται να προστεθεί στη μακρά λίστα των ταινιών ένα πρίκουελ, ισχυριζόμενο ότι το σενάριο, γραμμένο από τους Matt Sazama και Burk Sharpless, είναι η «ανείπωτη» ιστορία του μύθου.
Όπως το «Maleficent», πριν από αυτό, η ταινία του Gary Shore παίρνει έναν εγγενώς κακό ήρωα και προσπαθεί να τον εξανθρωπίσει μέσω μιας ιστορίας προέλευσής του. Εδώ ο άρχοντας του σκότους παρουσιάζεται ως ο πρίγκιπας της Βλαχίας, Βλαντ Γ` Τσέπες (ή αλλιώς Βλαντ ο Ανασκολοπιστής), του οποίου το όνειρο να κυβερνήσει ένα ειρηνικό βασίλειο απειλείται από την εισβολή των Τούρκων με επικεφαλής τον σουλτάνο Μεχμέντ (Dominic Cooper). Η προσπάθεια όμως αναδημιουργίας του κινηματογραφικού αυτού «τέρατος» και η μετατροπή του σε έναν ήρωα δράσης, όσο θεμιτή κι αν είναι, δεν εκτελείται σωστά και το «Dracula Untold» καταλήγει να είναι μια αναίμακτη, χωρίς ουσιαστική προσωπικότητα ταινία.
Ενώ η «bigger is better» προσέγγιση από τον σκηνοθέτη Gary Shore, συνδυαζόμενη με τα εντυπωσιακά τοπία και την πλούσια φωτογραφία του John Schwartzman, προσφέρει υλικό για το μάτι, συνολικά το έργο προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω στη λεπτή γραμμή μεταξύ της συνηθισμένης -πλέον- κινηματογραφικής δράσης και του γοτθικού στοιχείου, αλλά δεν καταφέρνει να είναι πλήρως αποτελεσματικό σε κανένα από τα δύο. Ως ταινία τρόμου, με εξαίρεση μία καλογραμμένη σκηνή μέσα σε μια σπηλιά, όλο το υπόλοιπο έργο είναι μονότονα ασφαλές, με φευγαλέες στιγμές εφιαλτικών σκηνών, που όμως κι αυτές είναι περιορισμένες από τη γυάλινη οροφή του PG-13. Ως περιπέτεια, το ανιαρό συναίσθημα συνεχίζεται, αφού από τη μια οι σκηνές δράσης πάνε χαμένες, γιατί αποτελούνται από ένα συνονθύλευμα χαοτικών πλάνων και ήχους κραυγών, ενώ από την άλλη έχει πέσει λίγη σκέψη σε αυτές, μια και μοιάζουν να είναι βγαλμένες από δεκάδες άλλες -καλύτερες- ταινίες.
Αυτό που κάνει το έργο πραγματικά να βλέπεται είναι ο ηθοποιός Luke Evans. Αν και δεν πλησιάζει ούτε στο ελάχιστο τους θρύλους που στο παρελθόν υποδύθηκαν τον εμβληματικό σκοτεινό πρίγκιπα (Bela Lugosi, Christopher Lee, Gary Oldman), παραδίδει μια έντονη ερμηνεία που σε κρατάει και σε κάνει να θες να δεις την ταινία μέχρι το τέλος. Αν όμως θέλει να γίνει αστέρι μεγάλου μεγέθους, χρειάζεται μια πολύ καλύτερη ταινία από το «Dracula Untold».
Όπως το «Maleficent», πριν από αυτό, η ταινία του Gary Shore παίρνει έναν εγγενώς κακό ήρωα και προσπαθεί να τον εξανθρωπίσει μέσω μιας ιστορίας προέλευσής του. Εδώ ο άρχοντας του σκότους παρουσιάζεται ως ο πρίγκιπας της Βλαχίας, Βλαντ Γ` Τσέπες (ή αλλιώς Βλαντ ο Ανασκολοπιστής), του οποίου το όνειρο να κυβερνήσει ένα ειρηνικό βασίλειο απειλείται από την εισβολή των Τούρκων με επικεφαλής τον σουλτάνο Μεχμέντ (Dominic Cooper). Η προσπάθεια όμως αναδημιουργίας του κινηματογραφικού αυτού «τέρατος» και η μετατροπή του σε έναν ήρωα δράσης, όσο θεμιτή κι αν είναι, δεν εκτελείται σωστά και το «Dracula Untold» καταλήγει να είναι μια αναίμακτη, χωρίς ουσιαστική προσωπικότητα ταινία.
Ενώ η «bigger is better» προσέγγιση από τον σκηνοθέτη Gary Shore, συνδυαζόμενη με τα εντυπωσιακά τοπία και την πλούσια φωτογραφία του John Schwartzman, προσφέρει υλικό για το μάτι, συνολικά το έργο προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω στη λεπτή γραμμή μεταξύ της συνηθισμένης -πλέον- κινηματογραφικής δράσης και του γοτθικού στοιχείου, αλλά δεν καταφέρνει να είναι πλήρως αποτελεσματικό σε κανένα από τα δύο. Ως ταινία τρόμου, με εξαίρεση μία καλογραμμένη σκηνή μέσα σε μια σπηλιά, όλο το υπόλοιπο έργο είναι μονότονα ασφαλές, με φευγαλέες στιγμές εφιαλτικών σκηνών, που όμως κι αυτές είναι περιορισμένες από τη γυάλινη οροφή του PG-13. Ως περιπέτεια, το ανιαρό συναίσθημα συνεχίζεται, αφού από τη μια οι σκηνές δράσης πάνε χαμένες, γιατί αποτελούνται από ένα συνονθύλευμα χαοτικών πλάνων και ήχους κραυγών, ενώ από την άλλη έχει πέσει λίγη σκέψη σε αυτές, μια και μοιάζουν να είναι βγαλμένες από δεκάδες άλλες -καλύτερες- ταινίες.
Αυτό που κάνει το έργο πραγματικά να βλέπεται είναι ο ηθοποιός Luke Evans. Αν και δεν πλησιάζει ούτε στο ελάχιστο τους θρύλους που στο παρελθόν υποδύθηκαν τον εμβληματικό σκοτεινό πρίγκιπα (Bela Lugosi, Christopher Lee, Gary Oldman), παραδίδει μια έντονη ερμηνεία που σε κρατάει και σε κάνει να θες να δεις την ταινία μέχρι το τέλος. Αν όμως θέλει να γίνει αστέρι μεγάλου μεγέθους, χρειάζεται μια πολύ καλύτερη ταινία από το «Dracula Untold».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου