Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Interstellar [3.5/5]


Συγκλονιστικό, επικό, ευφυές, λαμπρό, όμορφο, θαυμαστό, φανταστικό, επιτηδευμένο, μακρύ και παράλογο. Αυτές είναι μόνο λίγες από τις λέξεις που θα γραφτούν σε κριτικές για το πρώτο -μετά τον «Σκοτεινό Ιππότη»- έργο του Christopher Nolan. Μια ταινία που θα διαιρέσει το κοινό και τους κριτικούς και θα αποτελέσει πόλο έλξης τόσο για επαίνους, όσο και για αποδοκιμασίες. Κάτι απόλυτα φυσικό αφού ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν Nolan στα καλύτερά του, αλλά και στα εξοργιστικά χειρότερά του.

Η ιστορία της ταινίας είναι η εξής: στο εγγύς μέλλον, η ανθρωπότητα πνέει τα λοίσθια. Συγκλονισμένοι και όχι καλά προετοιμασμένοι για μια τέτοια καταστροφή, οι άνθρωποι προσπαθούν, κυρίως ως αγρότες, να επιβιώσουν σε έναν κόσμο βυθισμένο στη σκόνη. Ο Cooper (Matthew McConaughey) είναι ένας πρώην πιλότος της NASA, του οποίου η ευκαιρία για διαστημικά ταξίδια εξαφανίστηκε μαζί με την ελπίδα για το μέλλον της Γης. Μια τυχαία ανακάλυψη μιας ομάδας εξερευνητών, όμως, τον πείθει να πάρει την απόφαση και να ξεκινήσει, χάρη σε μία μυστήρια «σκουληκότρυπα», ένα διαγαλαξιακό ταξίδι προκειμένου να ανακαλύψει έναν κατοικήσιμο πλανήτη. Έχοντας επίγνωση των διακυβευμάτων της αποστολής, αφήνει πίσω την κόρη του, Murphy (Mackenzie Foy), και τον γιο του, Tom (Thimothee Chalamet).

Αυτή η επική πλοκή επιστημονικής φαντασίας είναι κοινή στη λογοτεχνία, αλλά λίγοι κινηματογραφιστές έχουν την αυτοπεποίθηση να γυρίσουν μια κινηματογραφική εκδοχή, ειδικά όταν το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης βασίζεται, σε έναν μεγάλο βαθμό, σε επιστημονικές έρευνες στον τομέα της κβαντικής μηχανικής. Ωστόσο, ο Christopher Nolan αρπάζει το υλικό από τον λαιμό και αρνείται σταθερά να το αφήσει, υποθέτοντας (πολύ σωστά) ότι το κοινό του θέλει να μάθει περισσότερα για την επιστήμη πίσω από την ταινία και πιστεύοντας (πάλι πολύ σωστά) ότι εκθέτοντάς τους σε αυτήν, θα καταφέρει να τους δώσει εξηγήσεις και πληροφορίες μεταδίδοντας τους παράλληλα το όραμα του.

Τοποθετώντας επιδέξια την πρώτη πράξη στη Γη, ο Nolan διευκρινίζει τι διακυβεύεται για τους χαρακτήρες και παράλληλα σχολιάζει τη μέχρι τώρα πορεία του ανθρώπινου γένους πάνω σε αυτό τον πλανήτη. Με σαφέστατη τη θέλησή του για εξερεύνηση και μάθηση, προκαλεί τον θεατή να σκεφτεί ότι αν περάσει λίγο περισσότερο χρόνο κοιτάζοντας τα αστέρια και λίγο λιγότερο χρόνο επικεντρωμένος στον εαυτό του ή σε κάποια διασημότητα, θα μπορούσε να επιτύχει πολλά. Με αυτό τον τρόπο, από το πρώτο κιόλας λεπτό, το «Interstellar» τολμά να σταθεί πάνω από όλες τις άλλες υπερπαραγωγές και να διακηρύξει ότι υπάρχουν περισσότερα στη ζωή απ` όσα το μέσο μπλοκ-μπάστερ παρέχει.

Μόλις οι ήρωες αναχωρήσουν, μεταφερόμαστε συγκλονιστικά στο διάστημα. Με την αξία της οικογένειας να έχει τον πρώτο λόγο, ο Nolan μάς ταξιδεύει σε διαφορετικούς πλανήτες και εμείς μαζί του βλέπουμε πώς η επιστήμη και η φυσική επηρεάζουν τα πάντα. Κάπου ανάμεσα στα παγωμένα σύννεφα και τα τεράστια κύματα, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που παρακολουθούμε είναι το απόλυτο μεγαλείο. Είναι το αποτέλεσμα της αμετρίαστης δημιουργικότητας ενός ανθρώπου συνδυαστικά με τις γνώσεις ενός άλλου. Το γεγονός ότι ο Nolan έφερε για βοήθεια τον θεωρητικό φυσικό Kip Thorne λέει πολλά για τη δέσμευσή του να παρουσιάσει μια σωστή, από όλες τις πλευρές, ιστορία επιστημονικής φαντασίας. Εμβαθύνοντας περισσότερο στην πλοκή (το σενάριο είναι γραμμένο από τον Nolan και τον συχνό συνεργάτη του και αδελφό του, Jonathan), θα απαιτούσε την αποκάλυψη πολλών spoiler που δεν είμαι διατεθειμένος να κάνω. Ας πούμε όμως ότι όλα όσα συμβαίνουν στην υπόλοιπη ταινία, είναι μια πράξη εξισορρόπησης ανάμεσα στην προσωπική, συναισθηματική και οικεία ιστορία του Cooper με την οικογένεια του, σε συνδυασμό με την πιο πολύπλοκη sci-fi ταινία που θα δείτε ποτέ.

Δυστυχώς, όμως, και καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του έργου, η ταινία αρχίζει (αναπόφευκτα;) να υστερεί δεδομένης της θεματολογία της. Με τον Nolan να είναι, κατά πάσα πιθανότητα, ανάμεσα σε μια χούφτα σκηνοθετών που έχουν το ελεύθερο να κάνουν ό,τι θέλουν με την ελάχιστη παρέμβαση των στούντιο, η επίλυση του «Interstellar» μοιάζει εντελώς «εκτός». Δεδομένου ότι όλα όσα έχουν προηγηθεί σου κόβουν κυριολεκτικά την ανάσα, ένα τέτοιο τέλος είναι κάπως παράξενο. Βασιζόμενο σε πολλές σεναριακές ευκολίες, η αφήγηση ζητά από τον θεατή να κάνει τα «στραβά μάτια» σε πάρα πολλά πράγματα και να δεχτεί όλα όσα συμβαίνουν χωρίς πολλές ερωτήσεις. Κάτι που φυσικά έρχεται σε σύγκρουση με τις επιστημονικά θεμελιωμένες προηγούμενες ώρες της ταινίας. Ακόμα όμως κι αν δεχτούμε όλες αυτές τις «βολικές» στιγμές της πλοκής, τίποτα δεν συγχωρεί το απίστευτα γλυκανάλατο, αλλά κι άτολμο «the end».

Τεχνικά, το φιλμ διαπρέπει εκατό τοις εκατό. Ο εικονολήπτης Hotye van Hoytema («Δικός της») και ο σχεδιαστής παραγωγής Nathan Crowley («Ο Σκοτεινός Ιππότης: Η Επιστροφή») κάνουν κάτι παραπάνω από εξαιρετική δουλειά στη δημιουργία και την κινηματογράφηση της κατεστραμμένης στο μέλλον Γης, του σύμπαντος αλλά και όλων των πλανητών που οι πρωταγωνιστές μας επισκέπτονται. Παρέχοντας ένα στοιχείο αυθεντικότητας σε κάθε εξωτικό και μη περιβάλλον, το αποτέλεσμα είναι τόσο καθηλωτικό που θα νιώσετε ότι περνάτε όντως μέσα από «σκουληκότρυπα» ή βυθίζεστε σε μια μαύρη τρύπα. Φυσικά, ο Nolan, όντας σκηνοθέτης που θέλει να κάνει ό,τι πιο φιλόδοξο μπορεί σε οποιοδήποτε είδος ταινίας, εδώ είναι στα καλύτερα του.

Σε επίπεδο ερμηνειών, ο McConaughey, συνεχίζοντας το σερί της ανανεωμένης καριέρας του, είναι για ακόμη μία φορά εξαιρετικός. Συνδυάζοντας μοναδικά τη θλίψη, την αποφασιστικότητα και την έμφυτη αξιοπρέπεια του χαρακτήρα του, ο ηθοποιός είναι η ουσία και ο πυρήνας του «Interstellar». Δίπλα του η Anne Hathaway. Νομίζοντας αρχικά ότι είναι το θύμα ενός κακογραμμένου ρόλου, καθώς η αφήγηση εξελίσσεται και ο χαρακτήρας της έρχεται αντιμέτωπος με τις αποκαλύψεις που τον αφορούν, η ηθοποιός ξεδιπλώνεται δραματικά με τέτοιο τρόπο που -σχεδόν- κλέβει την παράσταση από τους συμπρωταγωνιστές της. Καθόλου μικρό κατόρθωμα. Τέλος, η Chastain, υπερβαίνοντας τους περιορισμούς του ρόλου της, μοιάζει φαινομενικά ανίκανη για κακή ερμηνεία.

Όλα τα παραπάνω, βεβαίως, αρνητικά και θετικά, φαίνονται ασήμαντα για μια παραγωγή αυτού του βεληνεκούς. Το «Interstellar» είναι μια ταινία που θέλει να σε κάνει να σκεφτείς, να κατανοήσεις τον κόσμο γύρω σου και να σου δώσει να καταλάβεις ότι πρέπει να τολμάς να ονειρεύεσαι. Μερικές φορές, αυτό είναι το μόνο που μια ταινία πρέπει να κάνει.

Σχόλια

  1. Πολύ καλή η κριτική σου δεν κατάλαβα όμως γιατί της βάζεις μόνο 3,5. Όπως κ' να έχει η ταινία είναι απλά αριστουργηματική. Μόλις γύρισα από το cinema μετά από δεύτερη προβολή της ταινίας και το μόνο που έχω να πω είναι πως, η δεύτερη προβολή ήταν απολαυστικότερη της πρώτης. Δεν μπορώ να βρω τρόπο πως αυτή η ταινία δεν θα σαρώσει φέτος στα όσκαρ πιο συγκεκριμένα στα τεχνικά όπως Ηχητικά εφέ και score ο Zimmer δίνει απλά ρέστα σε ένα από τα καλύτερα soundtrack επιστημονικής φαντασίας ever. Προσωπικά έχω να ακούσω καλύτερο από την εποχή του Blade Runner. Αλλά φυσικά και στο οπτικό κομμάτι με πολλά practical effects και τρομερή φωτογραφία και art direction. Το σενάριο απίστευτα τολμηρό και πρωτότυπο, μπορεί να έχουμε ξαναδέι αρκετές ιδέες που υλοποιούνται στην ταινία αλλά πότε σε τέτοιο επίπεδο υπό την καθοδήγηση και σκηνοθεσία αυτού του τεράστιου αφηγητή της γενιάς μας. Αν και την κατάληξη την γνωρίζουμε όλοι τουλάχιστον και φέτος για το όσκαρ σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας που μάλλον θα καταλήξει κάπου αλλού για ακόμη μια φορά. Άν το Inception ήταν η ταινία των ονείρων σας τότε το Ιnterstellar είναι απλά από άλλον πλανήτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται