Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Love & Mercy [3/5]

Δυστυχώς, οι λέξεις «ιδιοφυΐα» και «ψυχική ασθένεια» μερικές φορές πάνε χέρι-χέρι. Πολύ συχνά, το είδος της ιδιοφυΐας που αντιπροσωπεύει μια πραγματικά πρωτότυπη σκέψη, είναι τόσο ασυνήθιστο που γίνεται αντιληπτό ως «τρέλα», αλλά μερικές φορές όταν ένας όρος όπως αυτός χρησιμοποιείται για κάποιον που σκέφτεται κι ενεργεί με πολύ διαφορετικό τρόπο από ό,τι άλλοι, αναφέρεται σε μια κυριολεκτική, κλινικά εμπεριστατωμένη νοητική ή συναισθηματική βλάβη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ζήτημα είναι εάν η ψυχική ασθένεια είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα της ιδιοφυΐας του άρρωστου ατόμου.

Δεν έχει και μεγάλη σημασία, αφού το μόνο σίγουρο είναι ότι η ψυχική ασθένεια πονάει. Πληγώνει το άτομο που πάσχει από αυτήν, αλλά κι εκείνους που νοιάζονται για αυτό. Αν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να καταστρέψει αυτές τις διαπροσωπικές σχέσεις και, φυσικά, το ίδιο το άτομο που είναι άρρωστο. Αυτό ήταν το πρόβλημα, και σχεδόν η μοίρα, του Brian Wilson, του ιδρυτή του συγκροτήματος The Beach Boys. Ο προσωπικός αγώνας του αποτελεί το επίκεντρο αυτής της καινοτόμας, αλλά και λίγο κουραστικής βιογραφίας.

Μέρος του προβλήματος στην περιγραφή αυτής της ταινίας είναι ότι ο όρος «βιογραφία» εφαρμόζεται μόνο σε μια χαλαρότερη έννοια. Αυτή η ταινία δεν είναι μια εξιδανίκευση των Beach Boys, ούτε ένα χρονικό των σημαντικότερων γεγονότων στη ζωή του Wilson. Η ασυνήθιστη δομή της έχει ως στόχο να αναδείξει ένα και μόνο σημαντικό θέμα της ζωής του: τη συνεχή μάχη του με τη ψυχική ασθένεια. Περιστρεφόμενο γύρω από δύο βασικές περιόδους στην προσωπική ιστορία του -τα τέλη του 1960 και τα τέλη της δεκαετίας του 1980- , το έργο του Bill Pohlad είναι κατασκευασμένο με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να παίρνει όλες τις συμβάσεις των συνηθισμένων βιογραφιών και να δημιουργεί κάτι καινούργιο. Η δημιουργική ομάδα του έργου φτιάχνει ένα φιλμ μέσα στο οποίο συνυπάρχουν δύο εντελώς διαφορετικές αφηγήσεις με εντελώς διαφορετικό στυλ η καθεμιά. Και είναι ακριβώς αυτή η αντιπαράθεση των δυο που σου κινεί το ενδιαφέρον, αλλά και σε προβληματίζει. Σου εξάπτει την περιέργεια γιατί κατασκευάζει κάτι διαφορετικό. Έχει το θάρρος να δοκιμάσει και να μας κάνει να σκεφτούμε τι μπορεί να συνέβη μεταξύ αυτών των δύο χρονοδιαγραμμάτων. Σε ξενίζει, ωστόσο, γιατί οτιδήποτε καινούργιο την πρώτη φορά δεν λειτουργεί πλήρως. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη θεματική σύνδεση μεταξύ αυτών των δύο αφηγήσεων, σε συνδυασμό με τον διαφορετικό ρυθμό αλλά και ύφος αυτών των δύο ιστοριών, έχει ως επακόλουθο την απόσπαση της προσοχής από το σύνολο, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον σου είτε στη μία, είτε στην άλλη πλοκή.

Την επιλογή αυτή έρχεται να διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό το κάστινγκ. Από τη μια υπάρχει ο Dano. Ένα σπουδαίο ταλέντο που για ακόμα μία φορά ανταπεξέρχεται στις περιστάσεις και παραδίδει μια εξαιρετική ερμηνεία. Από την άλλη ο Cusack, ένας διφορούμενος ηθοποιός που μπορεί εδώ να δίνει την πιο αξιοπρεπέστατη ερμηνεία του των τελευταίων ετών, δεν είναι όμως αρκετός. Ανά στιγμές ψεύτικος, μοιάζει να μην έχει αυτοπεποίθηση. Ευτυχώς, έχει απέναντί του την Banks και τον Giamatti, δυο ηθοποιούς που κλέβουν την παράσταση όπου κι αν εμφανίζονται.

Είτε η μια ιστορία σας αρέσει είτε η άλλη, το μόνο εξασφαλισμένο είναι ότι κανείς δεν θα μπορέσει εγκαταλείψει την αίθουσα χωρίς να εκτιμήσει την ιδιοφυία του Brian Wilson και το τι πέρασε για να φτάσει εκεί που είναι σήμερα. Χωρίς αυτόν, τα «Wouldn`t It Be Nice», «God Only Knows» και πολλά άλλα δεν θα υπήρχαν. Αν κι ανορθόδοξο στην προσέγγιση του, λοιπόν, το «Love & Mercy» μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία που έχετε δει, σίγουρα όμως θα σας βάλει σε σκέψη μεταδίδοντας σας... good vibrations.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται