Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2016

Τέλειοι Ξένοι [3/5]

Μετά τη μεταφορά επιτυχημένων σύγχρονων θεατρικών έργων στον κινηματογράφο («Μια Μέλισσα τον Αύγουστο», «Από Έρωτα»), ο επιτυχημένος θεατρικά και κινηματογραφικά δημιουργός Θοδωρής Αθερίδης κοιτάει προς εξωτερικό μεριά για τη νέα του ταινία και προσαρμόζει στα ελληνικά το βραβευμένο με Ντονατέλο «Perfetti Sconosciuti» του Πάολο Τζενοβέζε. Το έργο εξελίσσεται σχεδόν εξ ολόκληρου γύρω από ένα βραδινό δείπνο μεταξύ επτά φίλων. Πάνω στη συζήτηση για τα προβλήματα της καθημερινότητας, θα καταλήξουν σε ένα παιχνίδι-πρόκληση: Θα πρέπει όλοι να βάλουν τα κινητά τους στο τραπέζι και να μοιραστούν με όλους τα μηνύματα και τα τηλεφωνήματα που θα δεχτούν κατά τη διάρκεια της βραδιάς. Σε έναν κόσμο που τα κινητά τηλέφωνα είναι οι φύλακες των πιο ιδιωτικών σκέψεων μας, τι θα συμβεί αν το περιεχόμενο εκτεθεί για τον κόσμο να δει; Οικουμενική και άκρως ενδιαφέρουσα ερώτηση που κατά πάσα πιθανότητα είναι και ο λόγος που ο σκηνοθέτης αποφάσισε να αναλάβει την ελληνική διασκευή του. Με τη βοήθεια του

The Commune [1.5/5]

Ως ένας από τους πιο επινοητικούς σύγχρονους σκηνοθέτες (συν-δημιουργός του μανιφέστου Δόγμα 95) ο δανέζικης καταγωγής δημιουργός Τόμας Βίντερμπεγκ, μετά το περσινό «Μακριά από το Πλήθος», επανασυνδέεται με δυο από τους πρωταγωνιστές της «Οικογενειακής Γιορτής» και επιστρέφει στα πάτρια εδάφη ασχολούμενος με πιο προσωπικά θέματα, αντανακλώντας τον τρόπο ζωής που είχε ως παιδί σε ένα κοινόβιο. Και ενώ η ταινία είναι μια ισχυρή υπενθύμιση της άνεσης με την οποία η κοινωνία μας ζει, και πώς ποτέ δεν μπαίνουμε στον κόπο να συνεργαστούμε με εκείνους που μας περιβάλλουν, αποτυγχάνει να παρουσιάσει με τρόπο συνεκτικό το μήνυμα της. Με τη δέσμευση του σκηνοθέτη στο ρεαλισμό να είναι και να παραμένει ακλόνητη, όσο κι αν το «Κοινόβιο» επιχειρεί να χαρεί για μια πλέον απαρχαιωμένη αρμονική ύπαρξη, καταλήγει να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια ιστορία συζυγικής αποσύνθεσης, μοιχείας και διακρίσεων λόγω ηλικίας. Πτυχές, όπως η καθημερινή δυναμική και η επιμελητεία της συγκατοίκησης ή οι λόγο

Smrt u Sarajevu [4/5]

Δεν σου παίρνει πολύ χρόνο για να καταλάβεις ότι το «Θάνατος στο Σαράγιεβο», η έβδομη του βραβευμένου με Όσκαρ το 2002 για την αντιπολεμική σάτιρα «No Man`s Land», Ντάνις Τάνοβιτς, κινείται σε αλληγορικό έδαφος. Προσαρμοσμένο από το θεατρικό του Μπερνάρ-Ανρί Λεβί με τίτλο «Hotel Europe», ο Τάνοβιτς ενσωματώνει τον μονόλογο που έχει σαν πρώτη ύλη και φτιάχνει μια ταινία για τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της σύγχρονης Βοσνίας, μιας χώρας που εξακολουθεί ακόμα να προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την ιστορία της και τις ραγδαίες πολιτικές αλλαγές. Με την πλοκή να λαμβάνει χώρα σε ένα ξενοδοχείο και τους διαφορετικούς ορόφους του, μέσα από το εξαιρετικά δομημένο σενάριο όλα τα θέματα που νομίζουμε ότι δεν μας αφορούν αντηχούν κι αντικατοπτρίζουν ζητήματα που απασχολούν ολόκληρη την Ευρώπη. Με τον κάθε χαρακτήρα του σεναρίου να εκπροσωπεί μία διαφορετική πτυχή της βοσνιακής σύγχρονης κοινωνίας, και το ξενοδοχείο να χρησιμεύει ως ένας μικρόκοσμος, η επιδέξια κατασκευασμένη περίπλοκη αφήγ

Snowden [3.5/5]

Υπάρχει μεγάλη διαφορά στο τελικό αποτέλεσμα όταν ο Όλιβερ Στόουν νοιάζεται, και μπορείς ξεκάθαρα να διακρίνεις ότι στο «Σνόουντεν» είναι παθιασμένος να κάνει μια συναρπαστική και προσιτή ταινία για το αμερικανικό κοινό, ώστε να καταλάβει γιατί πρέπει να είναι θυμωμένο. Θέλει να οδηγήσει τις λογικές, πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες του κόσμου ενάντια στους δράστες, παρέχοντας παράλληλα ένα ικανοποιητικό ηθικό πλαίσιο για τις δράσεις του Έντουαρντ Σνόουντεν, του πιο διάσημου φυγά της Αμερικής. Αυτή η αίσθηση του σκοπού αναζωογονεί τον Στόουν με έναν τρόπο που οι πρόσφατες ταινίες του δεν το έχουν καταφέρει και ακόμα κι αν είναι πολύ λιγότερο πειραματική, η ικανότητα αφήγησής του είναι τέτοια που φτιάχνει μια ταινία που ενημερώνει, ενώ παράλληλα καταφέρνει να σε διασκεδάσει. Το καλύτερο κομπλιμέντο που μπορώ να δώσω στον Στόουν ως σεναριογράφο και σκηνοθέτη είναι ότι πήρε ένα εντελώς προκλητικό σενάριο με λίγες ευθείες απαντήσεις και φτιάχνει μια ταινία-εμπειρία που μεταφέρει αποτ

Alone in Berlin [1.5/5]

Προσαρμοσμένο από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Χανς Φάλαντα «Μόνος στο Βερολίνο», το έργο αφηγείται την ιστορία του Ότο και της Άννα Κουάγκελ, ενός ζευγαριού της εργατικής τάξης, το οποίο μετά τον θάνατο του γιου τους αποφασίζει να αντισταθεί απέναντι στον ναζισμό με τον δικό του τρόπο, σε μια εποχή όπου κάθε σημάδι απιστίας στους ναζί τιμωρείται χωρίς έλεος. Αν και μέσα σε ένα οικείο έδαφος του κινηματογραφικού κόσμου, η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του ηθοποιού/σκηνοθέτη Βενσάν Περέζ είναι κάπως μοναδική στο ότι ερευνά τη φρίκη του Β` Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από μια γερμανική σκοπιά, σε αντίθεση με εκείνη των άγγλων και των αμερικανών στρατιωτών ή των εβραίων θυμάτων. Με δεδομένη αυτή την παραδοχή, θα περίμενε κανείς ότι το φιλμ θα διέθετε αγωνία και μια αφόρητη ένταση καθώς οι γονείς πασχίζουν να παραμείνουν άγνωστοι, ενώ οι ναζί προσπαθούν ακούραστα να τους ανακαλύψουν. Δυστυχώς, όμως, καθώς η ταινία εξελίσσεται αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί παρά τις μουσικές προ

Trolls [1.5/5]

Η ανεπανάληπτη (εισπρακτικά και καλλιτεχνικά) επιτυχία του «Η Lego Ταινία» φαίνεται να ξεσήκωσε τα στούντιο, κάνοντας τα να αναζητούν απεγνωσμένα παιχνίδια που θα μπορέσουν να μεταφερθούν στον κινηματογράφο. Πρώτη απόπειρα σε κάτι τέτοιο είναι το «Οι Ευχούληδες», εκείνα τα μικρά πλαστικά ξωτικά με τα φουντωτά πολύχρωμα μαλλιά, το διαμαντάκι στην κοιλιά και μεγάλα λαμπερά μάτια. Με σκηνοθέτες τους Μάικ Μίτσελ και Γουόλτ Ντορν, και σεναριογράφους τους Τζόναθαν Άιμπελ, Γκλεν Μπέργκερ αλλά και την Έρικα Ριβινόγια (σεναριογράφος της σειράς «South Park»), το φιλμ περιστρέφεται γύρω από δύο ευχούληδες και στην προσπάθεια τους να σώσουν το χωριό τους από τους απαισιόδοξους Μπέργκενς, πλάσματα που είναι χαρούμενα μόνο όταν τους καταβροχθίζουν. Τεχνικά, οι animators κάνουν μια απίστευτη δουλειά, δημιουργώντας έναν κόσμο βγαλμένο από τη φαντασία κάθε παιδιού: μέσα στη ζωντάνια, γεμάτο με φωτεινά χρώματα, γκλίτερ, πολλή μουσική, τραγούδια και -φυσικά- τα χαρακτηριστικά πεταχτά τους μαλλιά. Εξί

Southside with You [2.5/5]

Ανεξάρτητα από τη λογική και το κατά πόσο η ύπαρξη της ταινίας μπορεί να διαθέτει κάποιο νόημα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχει πάντα μια αναντιστοιχία μεταξύ προσωπικοτήτων με επιρροή και της ιδέας πως κάποτε ήταν απλοί άνθρωποι, με κανονικές ζωές. Σε αυτό το κομμάτι, το «Πρώτο Ραντεβού» καταφέρνει και παρουσιάζει αξιόλογα δύο ανθρώπους που μοιάζουν πολύ στα πρόσωπα που υποδύονται, χωρίς ποτέ όμως να ασχολείται με το ποιοι θα γίνουν: ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ και η πρώτη κυρία, ο Μπαράκ και η Μισέλ Ομπάμα. Αντ` αυτού, το έργο είναι για το ποιοι ήταν αυτοί το 1989, δυο έξυπνοι δικηγόροι που αρέσει ο ένας στον άλλον, αλλά που, σύμφωνα με τη Μισέλ, δεν επιτρέπεται να βγουν ραντεβού. Όταν ο Ομπάμα αποκαλύπτει ότι σκόπιμα της είπε λάθος ώρα έναρξης της κοινοτικής συνάντησης που θα παρακολουθούσαν από κοινού, το περπάτημα και οι συζητήσεις αρχίζουν με σκοπό να γεμίσουν οι ώρες ενώ περιμένουν. Δομικά δεν είναι δύσκολο να επισημάνεις και να αντιληφθείς ότι η κλασική αισθηματική τριλο

Love & Friendship [3/5]

Προσαρμοσμένη από το διήγημα της Τζέιν Όστιν με τίτλο «Λαίδη Σούζαν», το «Αγάπη και Φιλία» επικεντρώνεται στον ομώνυμο χαρακτήρα της λαίδης Σούζαν Βέρνον, μιας όμορφης και γοητευτικής χήρας της οποίας τα σεργιανίσματα στο Λονδίνο μετά τον θάνατο του συζύγου της έχουν προκαλέσει πλήγμα στην υπόληψη της. Προκειμένου να αποφύγει τις φήμες που κυκλοφορούν στην καλή κοινωνία, βρίσκει καταφύγιο σε σπίτι συγγενών της και από εκεί αποφασίζει να βάλει σε εφαρμογή τα σχέδια της. Με τα κοινωνικά στάτους και τις προοπτικές όλων να υπονομεύονται αδίστακτα μέσα στους μεγαλοπρεπείς διαδρόμους, και τους μνηστήρες να δελεάζονται και να εμπαίζονται κατά κόρον, η αγάπη, το χρήμα και οι ανέσεις εμπλέκονται σε έναν εύθυμο χορό σε αυτή τη συναρπαστική κωμωδία ηθών. Σκηνοθετημένη με χάρη από τον υποψήφιο για Όσκαρ Γουίτ Στίλμαν, η ταινία καταφέρνει και εξαπολύει τέτοια οργιώδη ίντριγκα, που αποτυπώνει απόλυτα τη διάθεση της εποχής, παραμένοντας όμως ταυτόχρονα και τρομερά επίκαιρη σε ολόκληρη τη διάρκεια

Life, Animated [4.5/5]

Σε ηλικία των τριών, ο Όουεν Σάσκαιντ σταμάτησε να μιλάει και άρχισε να κλείνεται στο εαυτό του αποφεύγοντας κάθε επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο. Λίγο μετά διαγνώνεται με αυτισμό, μια αποκάλυψη που συντρίβει τους γονείς του και τον μεγάλο του αδερφό. Οι γιατροί υποστηρίζουν ότι ο Όουεν ποτέ δεν θα μπορέσει να αναπτύξει μια καθαρή και γεμάτη αυτοπεποίθηση φωνή. Με την πάροδο του χρόνου και με τη βοήθεια των θεμάτων και του ήθους των ταινιών κινουμένων σχεδίων της Disney, ο Όουεν αρχίζει να ανακαλύπτει τρόπους κατανόησης του κόσμου γύρω του. Ανακατεύοντας επίκαιρα βίντεο μαζί με σκηνές από τις ταινίες της Disney και εικόνες από την παιδική ηλικία του Όουεν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια απίστευτη ιστορία, μια που είναι σχεδόν αδύνατο να μη σε αγγίξει συναισθηματικά. Σε μια εποχή όπου το σκότος και το κακό υπάρχουν τόσο έντονα στη συνείδηση του κοινού, ο σκηνοθέτης Ρότζερ Ρος Γουίλιαμς ρίχνει φως σε μια οικογένεια, της οποίας η αφοσίωση τους ενός στον άλλον εμπνέει με τρόπο που δεν έ

La Pazza Gioia [3.5/5]

Αλλάζοντας εντελώς ύφος σε σχέση με τον κυνισμό που είχε επιδείξει στο «Ανθρώπινο Κεφάλαιο», ο Πάολο Βίρτζι επιλέγει για την νέα του ταινία το είδος της δραματικής κωμωδίας. Η «Τρελή Χαρά», που παρουσιάστηκε στο φετινό Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες, αφηγείται της ιστορία μιας τυχαίας συνάντησης από την οποία θα προκύψει μια ισχυρά συμπονετική σχέση ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικές γυναίκες, την εγωκεντρική Μπεατρίς και τη λιγομίλητη Ντονατέλα, που όμως μοιράζονται την ίδια βαθιά ανησυχία καθώς προσπαθούν να κλείσουν λογαριασμούς με το παρελθόν. Η πλοκή του έργου, παρουσιασμένη μέσα από μια συμπαγή σκηνοθεσία, καταφέρνει στο τέλος να σε κερδίσει, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι στην πορεία δεν υπάρχουν κάποιες αδυναμίες. Αυτές υπάρχουν διότι το σενάριο είναι με τέτοιο τρόπο δομημένο που, κυρίως στο μεσαίο μέρος του, φλερτάρει επικίνδυνα με τη στατικότητα, καθώς οι πρωταγωνίστριες έρχονται αντιμέτωπες με κάθε είδους δυσκολίες και εμπόδια, το ένα μετά το άλλο. Επιπρόσθετα

Closet Monster [2.5/5]

Οι ταινίες ενηλικίωσης δεν είναι κάτι νέο, έτσι είναι σπάνιο όταν κάποιος εμφανίζεται από το πουθενά παρουσιάζοντας μας μια φρέσκια και πρωτότυπη εκδοχή μιας κοινής ιστορίας. Τέτοια είναι η περίπτωση της πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του 27χρονου Στίβεν Νταν, «Closet Monster». Ένα πραγματικά ευφάνταστο παραμύθι για το πώς μια τραυματική εμπειρία σε πολύ μικρή ηλικία μπορεί τελικά να εξορκιστεί από μια προβληματισμένη ψυχή. Πιο σκοτεινή και πιο ιδιοσυγκρασιακά ευρηματική απ` ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψης, η ταινία αντανακλά το εκσυγχρονισμένο κλίμα ομοφοβίας αρκετά αποτελεσματικά, και χτίζει μια μάλλον εντυπωσιακή οπτική απεικόνιση του ψυχολογικού φορτίου που απαιτεί η διαδικασία της σεξουαλικής αφύπνισης. Ντροπή, ενοχή και το φάντασμα της βίας στοιχειώνουν το πλαίσιο μεταδίδοντας στον θεατή μια χειροπιαστή απειλή που παραδόξως και απολαυστικά ενισχύεται από την περίεργη σχέση του πρωταγωνιστή με το χάμστερ του, Μπάφι, που μιλάει με τη φωνή της Ιζαμπέλα Ροσελίνι (σεναριακό εύρημα επηρεα

The Magnificent Seven [2/5]

Ερωτηματικά για το κύρος και τη σημασία των «επτά υπέροχων» του Αντουάν Φουκουά, ένα κάτι σαν ριμέικ της ομότιτλης ταινίας του Τζον Στάρτζες (1960), που κι εκείνη με τη σειρά της ήταν εμπνευσμένη από το σενάριο της ταινίας του Ακίρα Κουροσάβα «Οι Επτά Σαμουράι», γεννιούνται στους θεατές καθώς παρακολουθούν τούτο εδώ το τετριμμένο έργο να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια τους. Με τις αρχικές ενδιαφέρουσες στιγμές που δίνουν την αίσθηση ότι το φιλμ θα υπερασπίσει την ίδια του την ύπαρξη να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια σταγόνα στον ωκεανό, το έργο του Φουκουά δεν κάνει τίποτε παραπάνω απ` όσα έχουμε δει δισεκατομμύρια φορές στο παρελθόν. Διαθέτοντας μια στάσιμη πεποίθηση ότι δεν χρειάζεται πραγματικά να έχει κάτι να πει αλλά να διασκεδάσει, το σενάριο των Ρίτσαρντ Γουένκ και Νικ Πιτζολάτο ακολουθεί πιστά τις ιστορίες των δοκιμασίων του αουτσάιντερ. Με ολόκληρη την ταινία να περιστρέφεται γύρω από αυτή την ιδέα, τίποτα δεν είναι αξέχαστα εφευρετικό και όλα τα κλισέ δηλώνουν παρόν,

Inhebek Hedi [4/5]

Η Βίβλος αναφέρει στη Γένεση πως η δημιουργία του Αδάμ έγινε κατ` εικόνα και καθ` ομοίωσιν του Θεού και της Εύας, από ένα πλευρό του όταν εκείνος βρισκόταν εν υπνώσει. Αυτοί οι δύο χαρακτήρες αποτελούν αλληγορικά την αρχή της ανθρώπινης φυλής και ως σύμβολα της λαϊκής κουλτούρας υποστηρίζουν τα θεμέλια της ύπαρξης και της πορείας μας στον κόσμο. Αυτή η δυαδικότητα ανάμεσα στο σηματοδοτημένο μονοπάτι καθορισμένο από την εξουσία και η ενσάρκωση της παράβασης της, είναι άψογα εφαρμοσμένα στο δίλλημα που βασανίζει τον κεντρικό ήρωα Χέντι. Ο απόλυτος πρωταγωνιστής δίνει τον τίτλο στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη Μοχάμεντ Μπεν Ατία, προβάλλοντας στον θεατή έναν άνθρωπο κάτω από την πίεση ενός περιβάλλοντος που έχει διαμορφώσει όλες τις ζωτικής σημασίας συμπεριφορές και σκέψης του. Το μέρος είναι η Τυνησία μετά από χρόνια παρακμής και τον απόηχο του κύματος διαδηλώσεων και διαμαρτυριών της Αραβικής Άνοιξης, εξολοκλήρου παρουσιασμένη όμως μέσα από τα μάτια του ολοζώντανου και

Indignation [4/5]

Η «Αγανάκτηση» είναι η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του τριπλά υποψήφιου για Όσκαρ παραγωγού και σεναριογράφου Τζέιμς Σέιμους («Τίγρης και Δράκος», «Το Μυστικό του Brokeback Mountain»), και αποτελεί μια κινηματογραφική χαρά για όσους απολαμβάνουν την πρόκληση τού να παρακολουθούν πολυσύνθετα κι ευφυή δράματα στηριγμένα σε χαρακτήρες. Βασισμένη στο εικοστό ένατο βιβλίο του Φίλιπ Ροθ, που αφηγείται την ιστορία ενός νέου που διαπλάθεται μέσα στις συγκυρίες και τα εμπόδια που ορθώνει μπροστά του η ζωή, αυτό που καταφέρνει εδώ ο 56χρονος σκηνοθέτης είναι η άψογη προσαρμογή ενός δύσκολου μυθιστορήματος στην κινηματογραφική γλώσσα. Με τη λογική που εκτροχιάζεται από το συναίσθημα να σχηματίζει ένα πολυσύνθετο σύμπλεγμα, το σενάριο του Σέιμους είναι μια ευσυνείδητη κι ειλικρινής δραματοποίηση του μυθιστορήματος του Ροθ. Υφαίνοντας, προσεκτικά, θέματα που έχουν να κάνουν με την κοινωνική τάξη, την πίστη και τη σεξουαλική απελευθέρωση με φόντο τον πόλεμο της Κορέας, τούτη εδώ η «Αγανάκτηση» είν

Bridget Jones's Baby [3.5/5]

Ο κόσμος έχει αλλάξει από την τελευταία φορά που είδαμε την Μπρίτζετ Τζόουνς το 2004. Στις μέρες μας υπάρχουν εφαρμογές για online φλερτ, το facebook μετρά πάνω από ένα δισεκατομμύριο ενεργούς χρήστες, τα συναισθήματα μας πλέον εκφράζονται μέσω emoji και κάθε λεπτό της ζωής μας ανεβεί στα διάφορα social media. Πώς θα μπορούσε λοιπόν η -γεμάτη ατέλειες και εμμονές- Μπρίτζετ Τζόουνς να αποτελέσει ξανά μέρος του κυνικού μας κόσμου; Πολύ εύκολα όπως αποδεικνύεται κρίνοντας από το «Μωρό της Μπρίτζετ Τζόουνς», το οποίο βγαίνει στις αίθουσες δώδεκα χρόνια μετά το «Bridget Jones: Η Επόμενη Σελίδα». Χωρίς να αποτελεί μεταφορά του τρίτου μυθιστορήματος της σειράς και βασισμένο κυρίως στην ανεξάρτητη στήλη που διατηρούσε η Έλεν Φίλντινγκ, το τρίτο μέρος βρίσκει την -43ών ετών πλέον- Τζόουνς εργένισσα και έγκυο, χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι ο πατέρας. Από την μια, ο παλιός έρωτας της, Μαρκ Ντάρσι (ο Κόλιν Φερθ επιστρέφει σε έναν από τους πιο επιτυχημένους ρόλους της καριέρας του), και από τη

Cafe Society [2.5/5]

Τα τελευταία χρόνια μοιάζει να υπάρχει ένα δυαδικό σύστημα στο οποίο ανήκουν οι νέες ταινίες του Woody Allen: μείζονος και ελάσσονος σημασίας. Με αυτό το σκεπτικό, η νέα ταινία του 80χρονου δημιουργού βρίσκεται κάπου ανάμεσα σε αυτούς του δυο χαρακτηρισμούς. Δεν είναι από τις πολύ καλές δουλειές του, αλλά ούτε και μία που μπορείς να απορρίψεις ως κακή. Μέσα στις δεκάδες ταινίες ενός ανθρώπου ο οποίος έχει γράψει και σκηνοθετήσει τόσα πολλά, το «Cafe Society» είναι ό,τι είναι και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από μια απλή, αστεία, ελαφριά και τόσο δα συγκινητική ταινία. Εμπλουτισμένη με στυλ, γκλάμουρ και δυο-τρεις γκάνγκστερ, η υπόθεση εξελίσσεται μέσα στον μαγικό κόσμο της κινηματογραφικής βιομηχανίας και έχει στον πυρήνα της ένα ερωτικό τρίγωνο. Τίποτα δεν είναι ιδιαίτερα σκοτεινό στην ιστορία του Bobby Dorfman, ο οποίος φτάνει στο Χόλιγουντ τη χρυσή δεκαετία του 1930 για να δουλέψει στο γραφείου του θείου του και μάνατζερ των αστέρων της εποχής. Εκεί συναντά τη γραμματέα του, Vonnie

Ghostbusters [2.5/5]

Αν υπήρχε ένας επίσημος κατάλογος βασικών ταινιών της δεκαετίας του 1980 των οποίων οι οπαδοί θα χαρακτήριζαν ως βλασφημία το να ξαναγυριστούν, θα μπορούσε να περιλαμβάνει τίτλους όπως «Οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού», το «Μπρέκφαστ Κλαμπ» και το «Επιστροφή στο Μέλλον». Επίσης το «Γκούνις: Το Κυνήγι της Μεγάλης Περιπέτειας», το «Η Πιο Κουφή Μέρα του Φέρι Μπούλερ» και το «Μια Απίθανη... Απίθανη Πτήση». Η λίστα είναι ατελείωτη κι εντελώς υποκειμενική, σίγουρα όμως κοντά στην κορυφή της θα ήταν το «Ghostbusters», η sci-fi κωμωδία του 1984 σε σκηνοθεσία Ιβάν Ράιτμαν όπου τέσσερις άνδρες κυνηγούν φαντάσματα γύρω από την πόλη της Νέας Υόρκης. Αν και γυρισμένο τη συγκεκριμένη δεκαετία, ακόμα και σήμερα παραμένει αστεία, έξυπνη και πρωτότυπη όπως όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά. Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γιατί γυρίζουν εκ νέου το 2016; Εδώ είναι το θέμα: η νέα ταινία του Πολ Φάιγκ δεν είναι ακριβώς ριμέικ του παλιού όσο «επανασχεδιασμός» της ίδιας ιδέας, αυτή τη φορά με τέσσερις

Maggie's Plan [3/5]

Τοποθετημένο στην Νέα Υόρκη, το «Η Μάγκι Έχει Σχέδιο» είναι μία ακόμα προσθήκη στο είδος των ταινιών που γελάει με τις αξιώσεις και τις ανοησίες των διανοούμενων και μορφωμένων ενηλίκων, καθώς αυτοί ζουν μέσα στα λεγόμενα «προβλήματα υψηλής κοινωνίας». Με εξαιρετικές ερμηνείες από ένα all-star-cast με επικεφαλής τους Greta Gerwig, Ethan Hawke, Julianne Moore και Bill Hader, η σκηνοθέτης Rebecca Miller παραδίδει μια ταινία που λειτουργεί σε πολλά επίπεδα αποδεικνύοντας ότι έχει μια κοφτερή αίσθηση του χιούμορ. Διαθέτοντας σωστό μέτρο μεταξύ ηθικής και χιουμοριστικής πολυπλοκότητας, αλλά και μια φεμινιστική αύρα που διαπερνά το φιλμ, η Miller αντισταθμίζει οποιαδήποτε ελαφράδα ή επιτήδευση με μια ετοιμόλογη και σπιρτόζα πλοκή, δημιουργώντας έτσι μια ιδιότροπη, κουλτουριάρικη (με την καλή έννοια) και ρομαντική ταινία που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα από εκείνα τα έργα που δεν απαιτούν πολλή σκέψη και που μπορείς να απολαύσεις ευχάριστα όχι μόνο μία, αλλά πολλές φορές.

The Shallows [3.5/5]

Από τότε που ο Steven Spielberg παρουσίασε την πρώτη υδάτινη απειλή του κινηματογράφου με τα «Σαγόνια του Καρχαρία», οι κίνδυνοι που παραμονεύουν στο πέλαγος έχουν εμπνεύσει δεκάδες ταινίες, άλλες καλές, άλλες ικανοποιητικές και άλλες άθλιες. Το «Σε Ρηχά Νερά» έρχεται να προστεθεί σε αυτό τον μακρύ κατάλογο ταινιών, και αν η ιδέα της «Gossip Girl» Blake Lively εναντίον ενός καρχαρία δεν σας τραβάει την προσοχή, τότε καλά θα κάνετε να αναθεωρήσετε, καθώς η ταινία είναι απολαυστικότατη αναβιώνοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπος το είδος. Διαθέτοντας ένα έξυπνα γραμμένο σενάριο από τον Anthony Jaswinski και το άγρυπνο μάτι του Jaume Collet-Serra στη σκηνοθεσία, το έργο είναι από εκείνα που καταστρέφουν έναν τέλειο αμμώδη παράδεισο, μετατρέπουν τα κρυστάλλινα γαλάζια νερά σε αιματοβαμμένα ύδατα και σε κάνουν να συνειδητοποιήσεις ότι είναι περιστασιακά ωραίο να παρακολουθείς μια ταινία απλά και μόνο για την απόλυτη διασκέδαση που σου παρέχει. Το πώς και το γιατί της πλοκής είναι εξαιρετι

Star Trek Beyond [2/5]

Δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα οπαδός του Star Trek. Μετά τη θέαση των δυο πρώτων ταινιών του reboot της σειράς, αποφάσισα να ασχοληθώ και να ψάξω λίγο για το συγκεκριμένο κινηματογραφικό αλλά και τηλεοπτικό συμπάν. Εκείνο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι το πώς ο κόσμος του Star Trek καταπιάνεται με ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας, μέσω της ακραίας μεταφοράς των εξωγήινων πολιτισμών. Και πώς αυτό συνδυάζεται με το γεγονός της δράσης και της προσπάθειας των ηρώων να ξεφύγουν ή να νικήσουν τους τους εχθρούς μέσα από έξυπνες λύσεις. Με αυτό στον νου, πηγαίνοντας να παρακολουθήσω την ταινία γνώριζα ότι επρόκειτο για μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ο σκηνοθέτης των δυο εξαιρετικών προηγούμενων J.J. Abrams άφησε τη σκηνοθετική καρέκλα προκειμένου να δώσει ζωή σε έναν άλλο γαλαξία. Αυτό οδήγησε την Paramount Pictures στο να ψάξει να βρει έναν νέο μαέστρο στο σκηνοθετικό τιμόνι του franchise και για κάποιον λόγο κατέληξαν στον Justin Lin, δημιουργώντας μακράν την πιο αδύναμη ταινία της σειράς. Β

Independence Day: Resurgence [0.5/5]

Η «Ημέρας Ανεξαρτησίας» παραμένει ακόμα και σήμερα μία από τις ταινίες ορόσημο της δεκαετίας του 1990. Ένα μεγαλειώδες, σχεδόν ασύλληπτων διαστάσεων, sci-fi μπλοκ-μπάστερ που εδραίωσε τη «φόρμουλα» των συγκεκριμένων ταινιών, βρίσκοντας τη σωστή ισορροπία μεταξύ θεάματος και ευφυΐας. Είκοσι χρόνια μετά, οι εξωγήινοι επιστρέφουν στην οθόνη στο πολυσυζητημένο σίκουελ της ταινίας του Ρόλαντ Έμεριχ, με τον ευφάνταστο τίτλο «Ημέρα Ανεξαρτησίας: Νέα Απειλή». Και δυστυχώς για όλους τους φαν, τόσο της ταινίας του 1996 όσο και των ταινιών μπλοκ-μπάστερ, απογοητεύει πέρα για πέρα, φτάνοντας πάτο. Όπως όλα τα τελευταία έργα του Έμεριχ («Λευκός Οίκος: Η Πτώση», «2012», «10.000 π.Χ.»), έτσι κι αυτό είναι κατά κύριο λόγο ένα 165 εκατομμύριων παιχνίδι, που μοναδική αποστολή του είναι το πόσα λεφτά θα βγάλει. Ως εκ τούτου, οι λίγες απλές απολαύσεις της αρχικής ταινίας έχουν παραμεριστεί, με τους συντελεστές της να ξεχνούν ότι «δημιουργούν» ένα φιλμ για το σύγχρονο κοινό χρησιμοποιώντας μοτίβα και δι

The Dressmaker [4/5]

Οι αυστραλιανές ταινίες έχουν την τάση να εξερευνούν παράξενο, σχεδόν σουρεαλιστικό έδαφος. Από το «Μαντ Μαξ» και τον, ντυμένο στα δερμάτινα, πολεμιστή δρόμου που μάχεται για την οικογένεια του, μέχρι τα «Βήματα που Γοητεύουν» όπου τα δάκρυα και το γέλιο συνδυάζονται σε μια γεμάτη χορό θεατρική ιστορία για τον έρωτα και τα όνειρα και το «Οι Περιπέτειες της Πρισίλα, της Βασίλισσας της Ερήμου», το «νορμάλ» αποτελούσε σπάνια μια επιλογή για την αυστραλιανή παραγωγή. Σε αυτή την μακρά λίστα έρχεται να προστεθεί και η «Μοδίστρα», μια θεότρελη ιστορία εκδίκησης, η οποία αναμιγνύει απροκάλυπτα είδη και στυλ, καθώς η μαύρη κωμωδία συναντά το ρομαντικό δράμα και οι σικάτες διαμάχες το γκροτέσκο, δημιουργώντας μια εμπνευσμένη και οπτικά ελκυστική ταινία. Επειδή η συγκεκριμένη ταινία είναι τόσο πολύ έξω από όσα έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στην οθόνη, όσα λιγότερα γνωρίζουμε, τόσο το καλύτερο. Ως εκ τούτου, θα προσπαθήσω να είμαι όσο μετρημένος μπορώ στην προσπάθεια μου να σας εκφράσω το πόσο

Alice Through the Looking Glass [1/5]

Το «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» του 2010 είναι η μοναδική ταινία που απέφερε συνολικά πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε όλο τον κόσμο χωρίς να αρέσει πραγματικά σε κανέναν. Πάρα το οπτικό υπερθέαμα της, υπέφερε απροκάλυπτα από την αδυναμία του σκηνοθέτη Tim Burton να αφήσει στην άκρη το τερατώδη εγώ του. Ως εκ τούτου, χαρακτηριζόταν από έλλειψη συναισθημάτων και ελάχιστη αφηγηματική συνοχή. Ως ταινία επωφελήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το να είναι η πρώτη σημαντική 3D ταινία που παίχτηκε στους κινηματογράφους μετά το «Avatar». Έξι χρόνια αργότερα, το «Η Αλίκη Μέσα από τον Καθρέφτη», υπό τη σκηνοθετική διεύθυνση του James Bobin, αν κι απομακρύνεται από τον προκάτοχό του διαθέτοντας πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, έτσι όπως έχει δημιουργηθεί είναι εμφανές ότι δεν έχει κανένα άλλον λόγο ύπαρξης παρά μόνο τα λεφτά. Οπτικά, η οθόνη εκρήγνυται από ζωντανά χρώματα, υφές και ήχους συνθέτοντας μια ζωντανή, δημιουργική κι οπτικά εκπληκτική ταινία που είναι βέβαιο ότι θα προσελκύσει τον κόσμο

Neighbors 2: Sorority Rising [2.5/5]

Αναμενόμενα, μετά την εμπορική επιτυχία του πρώτου, το «Ανυπόφοροι Γείτονες 2» είναι γεγονός. Στη θεωρία, η σκέψη του να γυριστεί ένα σίκουελ, προκειμένου να ξαναεπισκεφτείς αγαπημένους χαρακτήρες, σε κάνει να ανυπομονείς καθώς είναι κάτι το θετικό. Δυστυχώς, όμως, τις περισσότερες φορές, και ειδικά σε κωμωδίες, το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Συνέχειες όπως τα «Ted 2», «Ηλίθιος και ο Πανηλίθιος Δίο» και τα δυο (!) σίκουελ του «Hangover» ήλθον, είδον και απήλθον αφήνοντας άσχημες εντυπώσεις. Ως εκ τούτου, οι ελπίδες για το «Ανυπόφοροι Γείτονες 2», που από την αρχή είχε χαρακτηριστεί ως περιττή συνέχεια, ήταν λιγοστές. Παραδόξως, όμως, αυτή η απροσδόκητα ανατρεπτική κωμωδία δικαιολογεί την ύπαρξή της. Η κωμωδία αγαπά τη σύγκρουση, και μια βασική κινητήριος δύναμη του είδους είναι το χάσμα των γενεών. Χρησιμοποιημένο σε πλήρη ισχύ εδώ, το έργο θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια τιθασευμένη επαναδιατύπωση της πρώτης ταινίας. Συμβατική συνθήκη για σίκουελ. Αυτό όμως που στερείτα

X-Men: Apocalypse [3/5]

Μετά από τρεις πρώτες ταινίες X-Men, μερικές ιστορίες Wolverine, μια επανεκκίνηση («X-Men: Η Πρώτη Γενιά») και μια καθηλωτική μίξη («X-Men: Ημέρες ενός Ξεχασμένου Μέλλοντος»), το «X-Men: Απόκαλιψ» αντιπροσωπεύει ένα «φρέσκο» σημείο επανεκκίνησης του εικονικού franchise όπου κι αν αυτό οδηγήσει. Τα παλιά λάθη έχουν σβηστεί και η ομάδα του Charles Xavier έχει επαναπροσδιοριστεί, αλλά, αν κι ενδιαφέρουσες, όλες οι νέες αποκαλύψεις και οι εισαγωγές χαρακτήρων έχουν χάσει την αρχική τους αίγλη. O Bryan Singer αναμφισβήτητα εργάζεται προς την κατεύθυνση ενός καλύτερου κινηματογραφικού X-Men σύμπαντος, αλλά το αίσθημα που σου αφήνει είναι πως τα έχουμε ξαναδεί όλα αυτά. Και ως ένα βαθμό, ισχύει! Βασιζόμενη στην εικονογραφία ως μια προσπάθεια σταθεροποίησης μιας παραφουσκωμένης κι άψητης φαντασμαγορίας, το «Απόκαλιψ» είναι η πρώτη ταινία που μετατρέπει το θέαμα σε επιτακτική ανάγκη, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα ιστορία και χαρακτήρες. Υποκύπτοντας σε όλα όσα έκαναν τις άλλες superhero ταινίες

Genius [2/5]

Τα τελευταία χρόνια, οι ταινίες που απεικονίζουν πραγματικές, αξιοσημείωτες ιστορικά, προσωπικότητες, προσεγγίζουν το θέμα τους με δυο τρόπους. Είτε επιλέγουν μια πιο λεπτή προσέγγιση εστιάζοντας σε μια σύντομη περίοδο της ζωής του ατόμου (πχ «Selma») ή διηγούνται όλη την ιστορία. Η επιλογή της δεύτερης προσέγγισης διαθέτει κάποιους κινδύνους, καθώς πολλές φορές οι αντικρουόμενες επιδιώξεις των συντελεστών να εξυπηρετήσουν παράλληλα το υλικό που έχουν στα χέρια τους αλλά και τις απαιτήσεις του θεατή, οδηγεί το αποτέλεσμα στη σφαίρα της καρικατούρας αγγίζοντας τα όρια της υπερβολής. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Michael Grandages δυστυχώς εμπίπτει στη δεύτερη επιλογή και, ενώ είναι μια ολοκληρωμένη ταινία, της λείπει οποιαδήποτε αίσθηση λεπτότητας κι ευαισθησίας. Καθώς υπάρχουν λίγα που δεν έχουμε ξαναδεί, κάποιος πρέπει να αποδομήσει την ταινία και να σταθεί στις λεπτομέρειες προκειμένου να την κριτικάρει. Πρώτο θετικό στοιχείο, το θέμα της. Το «Genius» εξιστορεί την ιστορία της δημο

The Man Who Knew Infinity [2/5]

Το «Ο Άνθρωπος που Γνώριζε το Άπειρο» επιδιώκει να πει μια μοναδική και, για μένα τουλάχιστον, σχετικά άγνωστη ιστορία για έναν ταλαντούχο μαθηματικό. Ο λόγος για τον Σρινιβάσα Ραμανούτζαν, μια φυσική διάνοια της ίδιας κλάσης με μαθηματικούς όπως ο Νεύτωνας και ο Αρχιμήδης. Αν και δεν αποτελεί σύμβολο όπως ο Στίβεν Χόκινγκ ή ο Άλαν Τιούρινγκ, θεωρείτε ένας από τους πιο σημαντικούς μαθηματικούς του 20ου αιώνα με ένα έργο που ενέπνευσε έναν τεράστιο αριθμό περαιτέρω ερευνών και που συνεχίζει ακόμα και σήμερα να μελετάται. Απεικονίζοντας χαρακτήρες που υποφέρουν έχοντας ως μοναδικό κοινό παράγοντα το πάθος για τα μαθηματικά, οι ερμηνείες των Dev Patel και Jeremy Irons αποτελούν ξεκάθαρα την κινητήριο δύναμη του έργου αποτελώντας ένα εξαιρετικό δίδυμο χάρμα οφθαλμών. Η ιστορία που τους περιβάλλει είναι ένα συναρπαστικό παραμύθι θριάμβου ενάντια στις αντιξοότητες, που, παρά τις ειλικρινείς προθέσεις του, μετατρέπεται σε μια μέτρια ακαδημαϊκή βιογραφική ταινία κυρίως λόγω της δειλίας της

Mother's Day [0.5/5]

Σκηνοθετημένο (με τη χαλαρή έννοια του όρου) από τον Garry Marshall, το έργο ακολουθεί το πρότυπο των «Valentine`s Day» και «New Year`s Eve» με την έννοια ότι κι αυτό είναι ένα φθηνό, βραδυκίνητο τερατούργημα που μοιάζει να διαρκεί τέσσερις ώρες, αλλά κατά κάποιο μαγικό τρόπο είναι λες και γυρίστηκε σε ένα σαββατοκύριακο στο σπίτι του 81χρόνου σκηνοθέτη. Όπως πάντα, υπάρχουν χιλιάδες χαρακτήρες, καμία εκατοσταριά, δανειζόμενες από sitcom, διαφορετικές πλοκές και όχι αρκετός χρόνος για να αναπτυχθεί το οτιδήποτε. Αποτελούμενο κυρίως από εμφατικές κι επεξηγηματικές ατάκες και απλή παρουσίαση της όποιας ανούσιας δράσης, το γραμμένο από πέντε (!) συγγραφείς σενάριο διαθέτει μηδενική προοπτική και διορατικότητα, αποστραγγίζοντας εντελώς τη γοητεία από ένα εγγενώς γοητευτικό καστ, αναγκάζοντάς τους να αναλωθούν σε ρόλους που δεν είναι τίποτε άλλο από μονοδιάστατες, χαζές καρικατούρες. Προσθέτοντας και τις γλυκανάλατες ευαισθησίες του Marshall, το φιλμ καταλήγει να είναι μια σαχλή κωμωδία

The Jungle Book [3/5]

Εάν έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε μία λέξη προκειμένου να χαρακτηρίσουμε επαρκώς την τελευταία σκηνοθετική προσπάθεια του Jon Favreau, αυτή θα ήταν: διεκπεραιωτική. Πλοκή, χαρακτήρες, αλλά και το φωνητικό ταλέντο ευστοχούν πετυχαίνοντας διάνα όλα εκείνα τα σημεία που περιμένεις ότι θα δεις από μια, φιλική προς το παιδικό κοινό, ταινία της Disney. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια γοητευτική απλότητα που κάνει το αποτέλεσμα θελκτικό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μιλάμε για κάτι το επιφανειακό. Και αυτό γιατί αυτή η λιτότητα και η προσήλωση στη φόρμουλα που διέπει την ταινία καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα το πιο δυνατό και το πιο αδύναμο στοιχείο της. Τι εννοώ με αυτό; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή… Μια ταινία που τηρεί τους τύπους κατά γράμμα, είναι εξαρχής περιορισμένη και εκ των πραγμάτων μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο έως ένα σημείο καλή. Κάτι τέτοιο δεν θα ενοχλούσε αν πρώτον δεν μιλούσαμε για ένα ξεκάθαρο ριμέικ της ταινίας κινουμένων σχεδίων του 1967 και δεύτερον αν το μοτίβο στο οπ