Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2016

Alice Through the Looking Glass [1/5]

Το «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» του 2010 είναι η μοναδική ταινία που απέφερε συνολικά πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε όλο τον κόσμο χωρίς να αρέσει πραγματικά σε κανέναν. Πάρα το οπτικό υπερθέαμα της, υπέφερε απροκάλυπτα από την αδυναμία του σκηνοθέτη Tim Burton να αφήσει στην άκρη το τερατώδη εγώ του. Ως εκ τούτου, χαρακτηριζόταν από έλλειψη συναισθημάτων και ελάχιστη αφηγηματική συνοχή. Ως ταινία επωφελήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το να είναι η πρώτη σημαντική 3D ταινία που παίχτηκε στους κινηματογράφους μετά το «Avatar». Έξι χρόνια αργότερα, το «Η Αλίκη Μέσα από τον Καθρέφτη», υπό τη σκηνοθετική διεύθυνση του James Bobin, αν κι απομακρύνεται από τον προκάτοχό του διαθέτοντας πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, έτσι όπως έχει δημιουργηθεί είναι εμφανές ότι δεν έχει κανένα άλλον λόγο ύπαρξης παρά μόνο τα λεφτά. Οπτικά, η οθόνη εκρήγνυται από ζωντανά χρώματα, υφές και ήχους συνθέτοντας μια ζωντανή, δημιουργική κι οπτικά εκπληκτική ταινία που είναι βέβαιο ότι θα προσελκύσει τον κόσμο

Neighbors 2: Sorority Rising [2.5/5]

Αναμενόμενα, μετά την εμπορική επιτυχία του πρώτου, το «Ανυπόφοροι Γείτονες 2» είναι γεγονός. Στη θεωρία, η σκέψη του να γυριστεί ένα σίκουελ, προκειμένου να ξαναεπισκεφτείς αγαπημένους χαρακτήρες, σε κάνει να ανυπομονείς καθώς είναι κάτι το θετικό. Δυστυχώς, όμως, τις περισσότερες φορές, και ειδικά σε κωμωδίες, το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Συνέχειες όπως τα «Ted 2», «Ηλίθιος και ο Πανηλίθιος Δίο» και τα δυο (!) σίκουελ του «Hangover» ήλθον, είδον και απήλθον αφήνοντας άσχημες εντυπώσεις. Ως εκ τούτου, οι ελπίδες για το «Ανυπόφοροι Γείτονες 2», που από την αρχή είχε χαρακτηριστεί ως περιττή συνέχεια, ήταν λιγοστές. Παραδόξως, όμως, αυτή η απροσδόκητα ανατρεπτική κωμωδία δικαιολογεί την ύπαρξή της. Η κωμωδία αγαπά τη σύγκρουση, και μια βασική κινητήριος δύναμη του είδους είναι το χάσμα των γενεών. Χρησιμοποιημένο σε πλήρη ισχύ εδώ, το έργο θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια τιθασευμένη επαναδιατύπωση της πρώτης ταινίας. Συμβατική συνθήκη για σίκουελ. Αυτό όμως που στερείτα

X-Men: Apocalypse [3/5]

Μετά από τρεις πρώτες ταινίες X-Men, μερικές ιστορίες Wolverine, μια επανεκκίνηση («X-Men: Η Πρώτη Γενιά») και μια καθηλωτική μίξη («X-Men: Ημέρες ενός Ξεχασμένου Μέλλοντος»), το «X-Men: Απόκαλιψ» αντιπροσωπεύει ένα «φρέσκο» σημείο επανεκκίνησης του εικονικού franchise όπου κι αν αυτό οδηγήσει. Τα παλιά λάθη έχουν σβηστεί και η ομάδα του Charles Xavier έχει επαναπροσδιοριστεί, αλλά, αν κι ενδιαφέρουσες, όλες οι νέες αποκαλύψεις και οι εισαγωγές χαρακτήρων έχουν χάσει την αρχική τους αίγλη. O Bryan Singer αναμφισβήτητα εργάζεται προς την κατεύθυνση ενός καλύτερου κινηματογραφικού X-Men σύμπαντος, αλλά το αίσθημα που σου αφήνει είναι πως τα έχουμε ξαναδεί όλα αυτά. Και ως ένα βαθμό, ισχύει! Βασιζόμενη στην εικονογραφία ως μια προσπάθεια σταθεροποίησης μιας παραφουσκωμένης κι άψητης φαντασμαγορίας, το «Απόκαλιψ» είναι η πρώτη ταινία που μετατρέπει το θέαμα σε επιτακτική ανάγκη, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα ιστορία και χαρακτήρες. Υποκύπτοντας σε όλα όσα έκαναν τις άλλες superhero ταινίες

Genius [2/5]

Τα τελευταία χρόνια, οι ταινίες που απεικονίζουν πραγματικές, αξιοσημείωτες ιστορικά, προσωπικότητες, προσεγγίζουν το θέμα τους με δυο τρόπους. Είτε επιλέγουν μια πιο λεπτή προσέγγιση εστιάζοντας σε μια σύντομη περίοδο της ζωής του ατόμου (πχ «Selma») ή διηγούνται όλη την ιστορία. Η επιλογή της δεύτερης προσέγγισης διαθέτει κάποιους κινδύνους, καθώς πολλές φορές οι αντικρουόμενες επιδιώξεις των συντελεστών να εξυπηρετήσουν παράλληλα το υλικό που έχουν στα χέρια τους αλλά και τις απαιτήσεις του θεατή, οδηγεί το αποτέλεσμα στη σφαίρα της καρικατούρας αγγίζοντας τα όρια της υπερβολής. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Michael Grandages δυστυχώς εμπίπτει στη δεύτερη επιλογή και, ενώ είναι μια ολοκληρωμένη ταινία, της λείπει οποιαδήποτε αίσθηση λεπτότητας κι ευαισθησίας. Καθώς υπάρχουν λίγα που δεν έχουμε ξαναδεί, κάποιος πρέπει να αποδομήσει την ταινία και να σταθεί στις λεπτομέρειες προκειμένου να την κριτικάρει. Πρώτο θετικό στοιχείο, το θέμα της. Το «Genius» εξιστορεί την ιστορία της δημο

The Man Who Knew Infinity [2/5]

Το «Ο Άνθρωπος που Γνώριζε το Άπειρο» επιδιώκει να πει μια μοναδική και, για μένα τουλάχιστον, σχετικά άγνωστη ιστορία για έναν ταλαντούχο μαθηματικό. Ο λόγος για τον Σρινιβάσα Ραμανούτζαν, μια φυσική διάνοια της ίδιας κλάσης με μαθηματικούς όπως ο Νεύτωνας και ο Αρχιμήδης. Αν και δεν αποτελεί σύμβολο όπως ο Στίβεν Χόκινγκ ή ο Άλαν Τιούρινγκ, θεωρείτε ένας από τους πιο σημαντικούς μαθηματικούς του 20ου αιώνα με ένα έργο που ενέπνευσε έναν τεράστιο αριθμό περαιτέρω ερευνών και που συνεχίζει ακόμα και σήμερα να μελετάται. Απεικονίζοντας χαρακτήρες που υποφέρουν έχοντας ως μοναδικό κοινό παράγοντα το πάθος για τα μαθηματικά, οι ερμηνείες των Dev Patel και Jeremy Irons αποτελούν ξεκάθαρα την κινητήριο δύναμη του έργου αποτελώντας ένα εξαιρετικό δίδυμο χάρμα οφθαλμών. Η ιστορία που τους περιβάλλει είναι ένα συναρπαστικό παραμύθι θριάμβου ενάντια στις αντιξοότητες, που, παρά τις ειλικρινείς προθέσεις του, μετατρέπεται σε μια μέτρια ακαδημαϊκή βιογραφική ταινία κυρίως λόγω της δειλίας της

Mother's Day [0.5/5]

Σκηνοθετημένο (με τη χαλαρή έννοια του όρου) από τον Garry Marshall, το έργο ακολουθεί το πρότυπο των «Valentine`s Day» και «New Year`s Eve» με την έννοια ότι κι αυτό είναι ένα φθηνό, βραδυκίνητο τερατούργημα που μοιάζει να διαρκεί τέσσερις ώρες, αλλά κατά κάποιο μαγικό τρόπο είναι λες και γυρίστηκε σε ένα σαββατοκύριακο στο σπίτι του 81χρόνου σκηνοθέτη. Όπως πάντα, υπάρχουν χιλιάδες χαρακτήρες, καμία εκατοσταριά, δανειζόμενες από sitcom, διαφορετικές πλοκές και όχι αρκετός χρόνος για να αναπτυχθεί το οτιδήποτε. Αποτελούμενο κυρίως από εμφατικές κι επεξηγηματικές ατάκες και απλή παρουσίαση της όποιας ανούσιας δράσης, το γραμμένο από πέντε (!) συγγραφείς σενάριο διαθέτει μηδενική προοπτική και διορατικότητα, αποστραγγίζοντας εντελώς τη γοητεία από ένα εγγενώς γοητευτικό καστ, αναγκάζοντάς τους να αναλωθούν σε ρόλους που δεν είναι τίποτε άλλο από μονοδιάστατες, χαζές καρικατούρες. Προσθέτοντας και τις γλυκανάλατες ευαισθησίες του Marshall, το φιλμ καταλήγει να είναι μια σαχλή κωμωδία