Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Genius [2/5]

Τα τελευταία χρόνια, οι ταινίες που απεικονίζουν πραγματικές, αξιοσημείωτες ιστορικά, προσωπικότητες, προσεγγίζουν το θέμα τους με δυο τρόπους. Είτε επιλέγουν μια πιο λεπτή προσέγγιση εστιάζοντας σε μια σύντομη περίοδο της ζωής του ατόμου (πχ «Selma») ή διηγούνται όλη την ιστορία. Η επιλογή της δεύτερης προσέγγισης διαθέτει κάποιους κινδύνους, καθώς πολλές φορές οι αντικρουόμενες επιδιώξεις των συντελεστών να εξυπηρετήσουν παράλληλα το υλικό που έχουν στα χέρια τους αλλά και τις απαιτήσεις του θεατή, οδηγεί το αποτέλεσμα στη σφαίρα της καρικατούρας αγγίζοντας τα όρια της υπερβολής. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Michael Grandages δυστυχώς εμπίπτει στη δεύτερη επιλογή και, ενώ είναι μια ολοκληρωμένη ταινία, της λείπει οποιαδήποτε αίσθηση λεπτότητας κι ευαισθησίας.

Καθώς υπάρχουν λίγα που δεν έχουμε ξαναδεί, κάποιος πρέπει να αποδομήσει την ταινία και να σταθεί στις λεπτομέρειες προκειμένου να την κριτικάρει. Πρώτο θετικό στοιχείο, το θέμα της. Το «Genius» εξιστορεί την ιστορία της δημοσίευσης του πρώτου και του δεύτερου μυθιστορήματος του Thomas Wolfe υπό την επίβλεψη του συντάκτη Maxwell Perkins. Η απεικόνιση της ασυνήθιστα οικείας (και μη-σεξουαλικής) σχέσης μεταξύ δύο ανδρών είναι τόσο μακρινή ιδέα στις σημερινές τάσεις των ταινιών, που είναι πραγματικά αναζωογονητικό μια ταινία να κινείται τόσο αντισυμβατικά. Βλέπουμε δύο άνδρες των οποίων το επάγγελμα και η σχέση τούς γίνεται εμμονή σε τέτοιο βαθμό που, χωρίς καμία συστολή, βάζουν τις οικογένειες τους στην άκρη χάνοντας ζωτικής σημασίας εμπειρίες. Παρά τις ελλείψεις τις, η ταινία μας υπενθυμίζει ότι ενώ συχνά ασχολούμαστε με την έννοια του ρομαντισμού ή του θανάτου, μια αγάπη μεταξύ δυο στενών φίλων μπορεί να είναι εξίσου βαθιά και σημαντική.

Με δεδομένο λοιπόν ότι η ταινία διαθέτει υπόσταση και ουσία, τα ελαττώματα της προέρχονται από αποκλειστικά από ανθρώπινους παράγοντες. Αρχής γενομένης από την ερμηνεία του Jude Law. Χρησιμοποιώντας σχεδόν τα πάντα από το οπλοστάσιο ενός ηθοποιού, «υπερπαίζει» και υποδύεται τον Wolfe με μια μανιακή ενέργεια που ανήκει σε μια άλλη ταινία. Αυτομάτως, λοιπόν, η προσπάθεια σου να δεθείς συναισθηματικά και να κατανοήσεις αυτή την αυτοσχεδιαστική ιδιοφυΐα που ο σεναριογράφος John Logan αποπειράται να απεικονίσει, αποτυγχάνει παταγωδώς. Σε αυτό δεν βοηθάει και ο Firth, ο οποίος, χρησιμοποιώντας ακόμα και την παραμικρή σύσπαση στις εκφράσεις του προσώπου του, ερμηνεύει τον ρόλο του με μια εκλεπτυσμένη μεν, αλλά ανιαρή στωικότητα. Μεταξύ άλλων θεμάτων που προκύπτουν από το σενάριο του Logan, είναι ότι οι γυναίκες τυγχάνουν μιας κατάφωρα μισογυνικής απεικόνισης. Υπονομευμένες από την απόλυτη αποθέωση της ταινίας για τον πρωταγωνιστή της, είναι άκαρδα παραμερισμένες στο σημείο της γελοιογραφίας.

Σκηνοθετικά, το «Genius» είναι γεμάτο με τα γνωστά οπτικά ερεθίσματα. H μόνη υφολογική απόφαση που μοιάζει να μην είναι δανεισμένη από μια πληθώρα παρόμοιων ταινιών, είναι η ξεθωριασμένη χρωματική παλέτα και ο φωτισμό της. Όλα τα υπόλοιπα βρίσκονται στον αυτόματο πιλότο χωρίς καμία προσπάθεια δελεαστικού τρόπου παρουσίασης. Μια από τις χειρότερες αποφάσεις του Grandage είναι η απόλυτη πίστη στο γεγονός ότι τα κείμενα του Wolfe είναι συναρπαστικά να τα ακούς. Υπάρχουν πολλές σεκάνς στην ταινία όπου ολόκληρα αποσπάσματα του έργου διαβάζονται χωρίς τίποτα το οπτικά ενδιαφέρον να τα συνοδεύει. Συμπερασματικά, για μια ταινία που μιλάει για έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς στη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία, το «Ένας Χαρισματικός Άνθρωπος» απλώς μας θυμίζει τον λόγο που τόσες πολλές ταινίες για τις ζωές διάσημων συγγραφέων είναι, όπως κι αυτή, ανεπαρκείς.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται